accessibility-logo

Χάλκη

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

 

Σε απόσταση λίγων ναυτικών μιλίων, δυτικά από την Κάμιρο Σκάλα της Ρόδου, βρίσκεται η Χάλκη, ένα από τα μικρά, κατοικημένα νησιά της Δωδεκανήσου. Στις αρχαίες πηγές αναφέρεται με διαφορετικές ονομασίες: ως Χάλκη στον Θουκυδίδη, ως Χαλκία στον Στράβωνα, τον Θεόφραστο και τον Πλίνιο, ενώ οι κάτοικοι του νησιού, στους φορολογικούς καταλόγους των Αθηναίων τον 5ο αιώνα π.Χ., αποκαλούνται Χαλκεάται ή Χαλκήται. Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., σύμφωνα με την επιγραφή της Κνίδου, το νησί διατηρεί την αυτονομία του, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα π.Χ., η Χάλκη ενσωματώνεται στο ροδιακό κράτος και αποτέλεσε έναν από τους δεκαεννέα δήμους της Καμίρου. Σε επιγραφή της Καμίρου των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., η Χάλκη συγκαταλέγεται στις καμιραϊκές κτοίνες (διοικητικές υποδιαιρέσεις του νησιού πριν τον συνοικισμό), ενώ ονόματα Xαλκητών περιλαμβάνονται στους καταλόγους δαμιουργών (αξιωματούχων) της ίδιας πόλης στον 1ο αιώνα π.Χ.

Από μεταγενέστερες επιγραφές τεκμηριώνεται ότι το νησί ακολούθησε την ιστορική πορεία της Ρόδου έως την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, σύμφωνα με τιμητική επιγραφή Xαλκήτη, ιεροποιού στην Kάμιρο και υιοθετημένου από Ρόδιο πολίτη, η οποία χρονολογείται στην εποχή του αυτοκράτορα Tίτου (1ος αι. μ.Χ.), καθώς και με τιμητική επιγραφή Ροδίου στον οποίο αφιερώνεται χάλκινο άγαλμα στη Χάλκη τον 3ο αιώνα μ.Χ. Κατά τον Στράβωνα, στο νησί υπήρχε οικισμός με ιερό αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα και λιμάνι: Ἡ δε Χαλκία..... ἔχει δε καί κατοικίαν ὁμώνυμον καί ἱερόν Ἀπόλλωνος καί λιμένα.

 Σύμφωνα με την παράδοση, τον χριστιανισμό στο νησί διέδωσε τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο άγιος Νικόλαος, προστάτης της Χάλκης έως σήμερα. Kατά την παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-6ος αιώνας) συνεχίζεται η κατοίκηση του νησιού, όπως μαρτυρούν αρχιτεκτονικά μέλη βασιλικών. Ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις για την κατοίκηση του λιμανιού του Εμπορειού (Νημπορειού), του μοναδικού ενεργού οικισμού στις μέρες μας, αποτελούν τα λείψανα της τρίκλιτης βασιλικής στον λόφο του Άι Γιάννη, που υψώνεται πάνω από τον παραλιακό οικισμό, καθώς και τα λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου παλαιοχριστιανικής περιόδου, βόρεια του σημερινού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου. Ελάχιστα οικοδομικά λείψανα έχουν διαπιστωθεί στα Πευκιά και στην Αγία Πελαγία στο Κεφάλι, ενώ μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη έχουν περισυλλεγεί από την Αγία Κυριακή στις Ζιές.

 Την κατοίκηση επίσης του Χωριού, του σημαντικότερου μεσαιωνικού οικισμού στο νησί, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υποδηλώνουν τα ελάχιστα οικοδομικά λείψανα που έχουν εντοπιστεί στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κάστρο. Την περίοδο αυτή η Χάλκη πρέπει να υπαγόταν στην «Επαρχία των νήσων», σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση σε επαρχίες που διαμορφώθηκε στην εποχή του Διοκλητιανού (284-305), και εκκλησιαστικά στην επισκοπή Ρόδου.

Από τον 7ο αιώνα η Χάλκη, μαζί με τη Ρόδο, τη Σύμη και τη Μεγίστη (σημερινό Καστελλόριζο) υπάγεται στο «θέμα των Καραβησιανών», μετέπειτα «Κιβυραιωτών». Στους μετέπειτα αιώνες το νησί, όπως και άλλα νησιά του Αιγαίου, επλήγη από τις επιδρομές των Σαρακηνών Αράβων. Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, η Χάλκη χαρακτηρίζεται από τον άραβα γεωγράφο-περιηγητή Edrisi ως πολυάνθρωπο, παρότι μικρό και άγονο, νησί.

Mετά την κατάληψη της Pόδου από τους Iωαννίτες Ιππότες την ίδια τύχη θα έχει και η Xάλκη (1309). Σημαντικές πληροφορίες για το νησί αντλούμε από έγγραφα του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών, που φυλάσσονται στο Αρχείο της Μάλτας. Το 1366 εκχωρείται ως φέουδο στον Barello Assanti και ακολούθως, το 1385, ενοικιάζεται μαζί με την Τήλο στον Δραγονίνο Kλαβέλλη, προσωπικότητα που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Ρόδου, καθώς και στα καλλιτεχνικά δρώμενα του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Το 1441, ανάμεσα στα νησιά που παραχωρούνται σε κάποιον Ευρωπαίο, διδάκτορα ιατρικής, για έρευνα και εκμετάλλευση σχετικών ορυχείων, συγκαταλέγεται και η Χάλκη. Μέσα από αυτό το έγγραφο διαφαίνεται το ενδιαφέρον του Τάγματος για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου των νησιών. Τη δεκαετία 1461-1470, η Χάλκη περνά στη δικαιοδοσία του ελληνικής καταγωγής καστελλάνου Νικόλαου Πετρίτη.

Από έγγραφα επίσης της ίδιας περιόδου, προκύπτει πως οι πειρατικές επιδρομές των Tούρκων είχαν κάνει δύσκολη τη ζωή στο νησί, το οποίο δεν μπορούσε να προστατεύσει και να θρέψει τους κατοίκους του. Τον Νοέμβριο του 1450 ο μεγάλος Μάγιστρος Jean de Lastic και το Συμβούλιό του αποδέχονται το αίτημα τεσσάρων κατοίκων του νησιού να μετοικήσουν μαζί με τις οικογένειες τους στη Ρόδο, στο εγκαταλελειμμένο και έρημο χωριό Βασιλικά, που υπαγόταν στην Καστελλανία των Σιαννών, διότι η Χάλκη ήταν μικρή και άγονη. Η μνημονευόμενη περιοχή στο έγγραφο ταυτίζεται με την αποκαλούμενη σημερινή θέση Παλάτια, που βρίσκεται απέναντι από το νησί της Χάλκης. Αργότερα, το 1493, ένα δεύτερο έγγραφο, γραμμένο στο κοινό ελληνικό τοπικό ιδίωμα της Ρόδου, αναφέρει ότι, με επίσημη έγκριση του μεγάλου μαγίστρου Pierre d’Aubusson, δίνεται άδεια σε δέκα οικογένειες (42 συνολικά άτομα) Χαλκητών να μετοικήσουν στην περιοχή της Αγίας Μάρθας, που ταυτίζεται με τη σημερινή Άμαρτο στο νησί της Ρόδου. Εκεί οι Χαλκήτες ασκούσαν τις γεωργικές και κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες απαλλαγμένοι από κάθε φορολογία.

H Xάλκη, ακολουθώντας την τύχη της Ρόδου και των υπολοίπων νησιών, παραδίδεται στους Τούρκους το 1522. Kατά την τουρκοκρατία οι Xαλκήτες εξέλεγαν δημογέροντες και απολάμβαναν μια μορφή αυτοδιοίκησης, χωρίς την ανάμειξη των Τούρκων. Σύμφωνα με μεταγενέστερα οθωμανικά φιρμάνια και άλλα έγγραφα προκύπτει ότι η Xάλκη ανήκε στα προνομιούχα νησιά, τα οποία είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων, εκτός από την ετήσια «κατ’ αποκοπήν» εισφορά υποταγής στο σουλτάνο, την επονομαζόμενη «μακτού». Οι ίδιες πηγές μάς πληροφορούν ότι η Χάλκη, μαζί με την Kάλυμνο, έστελναν κάθε χρόνο στην αυτοκρατορική αυλή μια ποσότητα σπόγγων με αμοιβή, γεγονός που δηλώνει μία από τις κερδοφόρες ασχολίες των κατοίκων. Η σπογγαλιευτική παραγωγή, ωστόσο, κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία οι πειρατές λυμαίνονταν το Αιγαίο, πρέπει να ήταν περιορισμένη.

Στο τέλος του 17ου αιώνα ανεγείρεται και ιστορείται η Παναγία η Χωριανή, η πιο σημαντική εκκλησία του Χωριού. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), που όριζε το τέλος των τουρκοβενετικών πολέμων και τον περιορισμό της πειρατείας στο Αιγαίο, καθώς και η υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που έδινε το δικαίωμα στα ελληνικά πλοία να ταξιδεύουν ελεύθερα υπό ρωσική σημαία, θα προετοιμάσουν το έδαφος για την οικονομική ευημερία των νησιών. Με την τελειωτική πάταξη της πειρατείας το 1830 και την επανακατοχύρωση στα 1835 από τον σουλτάνο Μαχμούτ των προνομίων που είχαν χάσει οι Νότιες Σποράδες (Δωδεκάνησα) εξαιτίας της ανάμειξής τους στην Ελληνική Επανάσταση, οι κάτοικοι της Χάλκης, που έως τότε διέμεναν στο Χωριό, άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπουν τον μεσαιωνικό οικισμό του και να εγκαθίστανται στο λιμάνι του Εμπορειού. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα συνδυασμένα με την αύξηση της ζήτησης ενός κατώτερου είδους σπόγγου στη βιομηχανία και την τελειοποίηση της στολής του δύτη (σκαφάνδρου) το 1861 από τους γάλλους Rouquayrol και Denayrouze, οδήγησαν τους κατοίκους της Χάλκης στην ενασχόλησή τους κυρίως με τη σπογγαλιεία και ακολούθως με το εμπόριο.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα κέρδη που επέφερε η άρρηκτα πλέον συνυφασμένη οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων του νησιού με τη θάλασσα, θα οδηγήσουν τη Χάλκη στο απόγειο της ακμής της. Έντονη οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται στη φυσική ακτογραμμή του λιμανιού του Εμπορειού, με την ανέγερση νεοκλασικών, δίπατων, πετρόκτιστων αρχοντικών, αρμονικά ενταγμένων στο πετρώδες τοπίο, τα οποία διατηρούνται έως σήμερα σχεδόν ανέπαφα.

Το σημαντικότερο κτίσμα της περιόδου, που ανηγέρθηκε με χρηματοδότηση της κοινότητας των Χαλκητών, είναι αναμφίβολα ο ναός του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών και πολιούχου του νέου οικισμού. Η αφιέρωση του νέου ναού μαρτυρεί τη συνέχιση της μακραίωνης παράδοσης και τη μεταφορά της λατρείας του αγίου Νικολάου από την παλαιότερη εκκλησία του στο κάστρο του Χωριού στο Εμπορειό. Ο σταυροθολιακός ναός του αγίου, αρχιτεκτονικός τύπος που επιχωριάζει κατεξοχήν στα Δωδεκάνησα, καθώς και οι τεχνίτες και καλλιτέχνες που συντέλεσαν στην κατασκευή και διακόσμησή του, μαρτυρούν τις επαφές που είχε η Χάλκη με τα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων και την Κρήτη. Την ίδια περίοδο η ανέγερση νέων ναών στο νησί, άμεσα συνδεδεμένων, όπως αποδεικνύεται από τις επιγραφικές μαρτυρίες, με την ομάδα των εκκινητών ή σπογγαλιέων, αντικατοπτρίζει την οικονομική ευημερία του νησιού, η οποία δεν θα αργήσει να τερματιστεί με την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία (1908-1911). Η απαγόρευση της σπογγαλιείας με σκάφανδρα και η επιβολή της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας από τους Νεότουρκους οδήγησαν σε οικονομικό και πληθυσμιακό μαρασμό το νησί. Δεκάδες Χαλκήτες, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, επέλεξαν το δρόμο της μετανάστευσης.

Το 1912 η Χάλκη, όπως και τα υπόλοιπα νησιά, γνωστά σήμερα ως Δωδεκάνησα, κατελήφθη από τους Ιταλούς, οι οποίοι παρέμειναν έως το 1943, οπότε τη διοίκηση ανέλαβαν οι Γερμανοί. Έως και το 1930 η Χάλκη, μαζί με άλλα μικρά νησιά, απολάμβαναν τα προνόμια που είχαν καθιερωθεί από τα χρόνια της τουρκοκρατίας με τη διατήρηση των δημογεροντιών, των διοικητικών διευκολύνσεων και φορολογικών απαλλαγών. Το Μάρτιο του ίδιου έτους θεσπίζεται ομοιόμορφο σύστημα διοίκησης τόσο για τους μεγάλους δήμους, όπως ήταν η Ρόδος και η Κως, όσο και για τα λεγόμενα προνομιούχα μικρά νησιά. Ο δήμαρχος, αν και εκλεγμένος από τους συμπατριώτες του, διοριζόταν πλέον από τον ιταλό κυβερνήτη. Tα Δωδεκάνησα ενώθηκαν τελικά με την υπόλοιπη Eλλάδα στις 7 Mαρτίου 1947.

Από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Χάλκη βίωνε συνεχώς την οικονομική εξαθλίωση και τη μετανάστευση των κατοίκων της. Το 1984 η ανακήρυξη της Χάλκης ως νησιού Ειρήνης και Φιλίας, που συνοδεύτηκε με την προσπάθεια ανακαίνισης και αποκατάστασης των ερειπωμένων νεοκλασικών σπιτιών του Εμπορειού, συνέβαλε στη συγκράτηση του πληθυσμού. Στις μέρες μας η τουριστική κίνηση, ιδιαίτερα έντονη τους θερινούς μήνες, αν και ευκαιριακή, έχει δώσει ανάσα ζωής στο νησί και συντελέσει στην οικονομική ανάπτυξη και οικιστική ανάπλασή του.

Tα Δωδεκάνησα ενώθηκαν τελικά με την υπόλοιπη Eλλάδα στις 31 Mαρτίου 1947.

 

 

Χωριό (ο μεσαιωνικός οικισμός)

 

Ο εγκαταλελειμμένος πλέον σήμερα οικισμός Χωριό, δυτικά του σημερινού οικισμού Εμπορειό, εκτείνεται στη βόρεια πλαγιά του λόφου Άη Νικόλα ή Παλαιόκαστρο, κάτω από το ιπποτικό κάστρο, καθώς και στους πρόποδες της πλαγιάς, πίσω από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Αποτελεί τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο του νησιού, αφού εκεί είχε αναπτυχθεί ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός οικισμός[1]. Η κατοίκηση του Χωριού ήταν διαρκής από τους κλασικούς χρόνους έως και τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε εξέλειπε ο κίνδυνος των πειρατών και οι κάτοικοι άρχισαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν για να ιδρύσουν τον παραλιακό οικισμό Εμπορειό.

Κατά την αρχαιότητα οι οικίες, κτισμένες αμφιθεατρικά στην πλαγιά του λόφου, ήταν θεμελιωμένες σε αναλημματικούς τοίχους, πολυγωνικής και ισόδομης τοιχοποιίας, κτισμένους εν ξηρώ, από λαξευμένες λιθοπλίνθους που θεμελιώνονταν απευθείας στον φυσικό βράχο. Οι σωζόμενοι αναλημματικοί τοίχοι ανάμεσα στα πετρόκτιστα, ερειπωμένα μεσαιωνικά σπίτια, με βάση το σύστημα τοιχοποιίας τους ανάγονται στον 4ο αιώνα π.Χ.

Στην κορυφή του λόφου βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη, οχυρωμένη με ισχυρό τείχος, όπως καταδεικνύεται από τα κτισμένα με ισόδομο σύστημα τμήματά του. Σε άνδηρο, πριν ακρόπολη, δύο έδρανα λαξευμένα σε βράχο, με την επιγραφή Διός Ἑκάτ[ης], ερμηνεύονται ως θρόνοι ή βωμοί και χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο. Η θέση τους κοντά στα τείχη της πόλης είχε ενδεχομένως αποτροπαϊκό χαρακτήρα, ενώ σε συνδυασμό με τις επικλήσεις και τελετουργίες που διενεργούνταν στον χώρο, υποκαθιστούσαν την παρουσία των μνημονευόμενων θεοτήτων. Στον χώρο τεκμηριώνεται επίσης η λατρεία του Ασκληπιού, σύμφωνα με αναθηματική επιγραφή, λαξευμένη σε τμήμα επιστυλίου, που αναφέρει το όνομα του ιερέα του Ασκληπιού Ισάνδρου, γιου του Λυσάνδρου. Σε δημοσιευμένη επιγραφή, η οποία σήμερα αγνοείται, αναφέρεται η λατρεία του Σαράπιδος και της Ίσιδος, αιγυπτιακών θεοτήτων, δημοφιλών στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο. Επιγραφές και αρχιτεκτονικά μέλη ενσωματωμένα σε οικίες και εκκλησίες, μαρτυρούν την ακμή του οικισμού στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια.

Στα μεσαιωνικά χρόνια η θέση του Χωριού εξακολουθούσε να είναι ιδανική για την προστασία του από τους πειρατές που λυμαίνονταν τα παράλια των νησιών του Αιγαίου από τον 7ο αιώνα. Το Χωριό δεν διέθετε ελεύθερους χώρους, παρά μόνο τις αυλές των εκκλησιών και τον χώρο γύρω από την Πάνω Βρυτή, το πλάτωμα που διαμορφώνεται ανάμεσα στις δύο αντικριστές πλαγιές. Εκεί, διατηρείται έως τις μέρες μας πηγάδι με μαρμάρινο στόμιο να φέρει στο εσωτερικό του βαθειά χαραγμένες τις γλυφές που άφησε το υλικό, στο πέρασμα του χρόνου, από την άντληση του πολύτιμου αγαθού.

Τα παλαιότερα σπίτια του οικισμού βρίσκονται ψηλά στην πλαγιά του λόφου του κάστρου. Στην πλειονότητά τους είναι μονόχωρα κτίσματα με ορθογώνια κάτοψη χωρίς αυλή, καλύπτονται με δώμα, διαθέτουν μικρά ορθογώνια ανοίγματα-θυρίδες προς τον βορρά για τον φωτισμό και τον αερισμό τους. Στο εσωτερικό των οικιών διαμορφώνονται υπόγειες δεξαμενές για τη συλλογή των ομβρίων, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών σε νερό. Ανάμεσα στους κυβόσχημους όγκους των οικιών του οικισμού διαμορφώνονται στενά δρομάκια, οι ρύμες, το πλάτος των οποίων δεν ξεπερνά το 1,20 μ. Το κεντρικότερο μονοπάτι οδηγεί στην Παναγιά τη Χωριανή, μία από τις πιο σημαντικές εκκλησίες του νησιού, στο μέσο περίπου της διαδρομής προς το κάστρο.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στις επονομαζόμενες κύφες που συναντούμε στην πλαγιά, απέναντι από το κάστρο, πίσω από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αλλά και στην ύπαιθρο του νησιού. Πρόκειται για πετρόκτιστα κτίσματα ιδιόμορφης κατασκευής και απροσδιόριστης χρονολόγησης. Έχουν ελλειψοειδή κάτοψη, συνοδεύονται συνήθως από αλώνι και δεν διαθέτουν ανοίγματα, πλην της εισόδου. Χρησίμευαν ως χώροι διαμονής τους θερινούς μήνες κατά τη διάρκεια του θερισμού των σιτηρών, ως στάβλοι ή αποθηκευτικοί χώροι.

 

Το κάστρο της Χάλκης

 

Το κάστρο της Χάλκης υψώνεται στην κορυφή του πετρώδους λόφου Παλαιόκαστρο ή Άι Νικόλας, σε υψόμετρο 290 μ., στα νοτιοανατολικά του ερειπωμένου στις μέρες μας μεσαιωνικού οικισμού Χωριό. Η πρόσβαση επίπονη και ολοένα πιο δυσχερής όσο πλησιάζει κανείς στο κάστρο γίνεται διαμέσου των στενών ρυμών (λιθόστρωτων μονοπατιών) που διακλαδώνονται ανάμεσα στους κυβικούς όγκους των μεσαιωνικών οικιών του Χωριού. Από το κάστρο ήταν δυνατός ο έλεγχος της θάλασσας, του λιμανιού στο σημερινό Eμπορειό, ανατολικά και της χερσονήσου της Tραχειάς, νότια. Θεμελιώθηκε στα λείψανα αρχαίας οχύρωσης, πιθανότατα ελληνιστικής περιόδου, όπως τεκμαίρεται από το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας του, που είναι εμφανής εξωτερικά, κυρίως της βόρειας αλλά και της νότιας πλευράς του κάστρου. Τμήματα της αρχαίας οχύρωσης, όπως οι θυραίοι λίθοι, το ανώφλι της κύριας εισόδου, η πυλίδα στη νότια πλευρά, διατηρούνται ενσωματωμένα στο μεσαιωνικό τείχος. Εκτείνεται σε μήκος 115μ. και μέγιστο πλάτος 32μ. Έχει σχήμα σχεδόν ορθογώνιο, με τις επιμήκεις πλευρές του να αναπτύσσονται στα βόρεια και νότια. Η μοναδική είσοδος ανοίγεται στη βόρεια πλευρά. Με εξαίρεση την αρχαία οχύρωση, το κάστρο είναι κατασκευασμένο στο σύνολό του από εγχώριο σχιστολιθικό ασβεστόλιθο. Το τείχος είναι κτισμένο από την εσωτερική και εξωτερική πλευρά ταυτόχρονα, με μια σειρά δόμων σε κάθε πλευρά, που έχουν υποστεί επεξεργασία στην κύρια όψη τους και ελάχιστα στις παράπλευρες έδρες. Το ενδιάμεσο τμήμα στις δύο πλευρές των δύο παρειών γεμίζει με αργολιθοδομή ενώ στα διάκενα των αρμών χρησιμοποιήθηκαν αποτμήματα από κεραμίδια. Η όλη κατασκευή έχει ως υλικό σύνδεσης ισχυρό κονίαμα με βάση τον ασβέστη και τη θηραϊκή γη.

Τμήματα του τείχους, πριν από την αποκατάστασή σου στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Κρήτης και Νήσων Αιγαίου (ΕΣΠΑ 2007-2013), είχαν υποστεί φυσική φθορά σε ευρεία έκταση, είχαν καταρρεύσει ή παρουσίαζαν ρηγματώσεις, ενώ σε κάποια άλλα τμήματα δεν διατηρείτο η απόληξή τους. Αναλυτικότερα, ο νότιος περίβολος είχε καταρρεύσει εξ ολοκλήρου. Εικάζουμε ότι δεν αναπτυσσόταν σε μεγάλο ύψος, αφού η κάθετη και απότομη πλαγιά, πάνω στην οποία εδραζόταν ο διασωζόμενος περίβολος, είναι φυσικά οχυρή και δύσκολα προσπελάσιμη. Τα τείχη της βόρειας πλευράς διατηρούνται, μετά και τις αναστηλωτικές εργασίες, σε πολύ καλή κατάσταση. Έχουν πάχος 0,90μ. και εδράζονται απευθείας στον φυσικό βράχο, ενώ, όπου διατηρείται η αρχαία οχύρωση, θεμελιώνονται πάνω σε αυτήν. Στο ανώτερο τμήμα τους τα τείχη απολήγουν σε οδοντωτές απολήξεις, τυπικό μορφολογικό χαρακτηριστικό της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής των Ιωαννιτών Ιπποτών και ειδικά των κατασκευών του μεγάλου Μάγιστρου Pierre d’ Aubusson. Μικρές ορθογώνιες κατασκευές, που χρησίμευαν πιθανώς ως καταχύστρες, διατηρούνται έως και τις μέρες μας στη βόρεια πλευρά του κάστρου. Εσωτερικά του τείχους εκτείνεται τοιχίο πλάτους 0,60μ., το οποίο χρησίμευε ως διάδρομος για την κίνηση των στρατιωτών. Το τοιχίο αυτό διατρέχει σχεδόν ολόκληρη τη βόρεια πλευρά ακολουθώντας τις φυσικές κλίσεις του εδάφους.

Δύο μεγάλοι πύργοι, ένας στη βόρεια και ένας στη νότια πλευρά, ενίσχυαν την αμυντική αντοχή των τειχών. Ο βόρειος πύργος, αναστηλωμένος πλέον σήμερα, έχει τετράγωνη κάτοψη και διαστάσεις 5.69Χ5.69μ. Ο δεύτερος στη νότια πλευρά είναι πολυγωνικός και έχει διαστάσεις 5Χ5μ. Στο δυτικό άκρο της βόρειας πλευράς διατηρούνται ενδείξεις για ένα μικρότερων διαστάσεων πύργο. Από τα ερείπια στο εσωτερικό του κάστρου διαπιστώνεται ότι εκτός από τον ναό του Αγίου Νικολάου, είχαν ανεγερθεί βοηθητικά κτίσματα και υπόγειες στέρνες, κτιστές και λαξευτές στον φυσικό βράχο για τη συλλογή του νερού της βροχής, απαραίτητου για την επιβίωση των υπερασπιστών του.

Στο πλαίσιο της μέριμνας που επέδειξε το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών για την ασφάλεια των νησιών των Νότιων Σποράδων με την ανέγερση νέων κάστρων, φρουρίων και πύργων ή την επισκευή παλαιότερων, για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες επιθέσεις των Οθωμανών και των Αιγυπτίων που λυμαίνονταν την ανατολική Μεσόγειο, φαίνεται ότι στο κάστρο της Χάλκης πραγματοποιήθηκαν μάλλον εκτενείς οικοδομικές εργασίες. Την επίβλεψη των νέων οχυρωματικών έργων ανέλαβε ο μεγάλος Μάγιστρος και μηχανικός του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών Pierre d’ Aubusson, (1476-1503), όπως συνάγεται από το εντοιχισμένο, κοντά στην είσοδο του κάστρου, οικόσημό του.

Κατά τις επικείμενες επιθέσεις των Τούρκων ανάμεσα στα κάστρα και φρούρια, που θεωρήθηκαν ανεπαρκή να προστατεύσουν τους κατοίκους των αντίστοιχων περιοχών, ήταν και το κάστρο της Χάλκης. Συγκεκριμένα, από τα διατάγματα των μεγάλων μαγίστρων Giovanni Battista degli Orsini (1474) και Pierre d’ Aubusson (1479), προκύπτει ότι το κάστρο δεν ήταν ασφαλές καταφύγιο για τους κατοίκους του νησιού, αφού διατάσσονταν να προσφύγουν στη Ρόδο. Τα δύο αυτά διατάγματα υποκρύπτουν το μέγεθος του κινδύνου που αντιλαμβάνονταν οι Ιππότες, ότι θα βίωναν οι κάτοικοι του νησιού σε περίπτωση επιδρομής. Μάλιστα, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τις αυξανόμενες ανάγκες επιβίωσης, που επιδεινώθηκαν από τη δυσκολία ανεφοδιασμού του νησιού λόγω των πειρατικών επιδρομών, οικογένειες Χαλκητών ζήτησαν από τους μεγάλους Μάγιστρους Jean de Lastic (1450) και Pierre d’ Aubusson (1493) να μετοικήσουν στις ασφαλέστερες και προσφορότερες περιοχές των δυτικών παράκτιων περιοχών του νησιού της Ρόδου, Βασιλικά (σημερινά Παλάτια) και Αγία Μάρθα (σημερινή Άμαρτο). Η μοναδική υποχρέωση που είχαν Οι Χαλκήτες, εγκατεστημένοι πλέον στην περιοχή της Αγίας Μάρθας και απαλλαγμένοι από κάθε φορολογία, μοναδική υποχρέωση είχαν τη «βλέπησιν τῆς θάλασσας», τη διατήρηση δηλαδή της σκοπιάς στους πύργους και την ειδοποίηση των αρχών σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Το 1480 η Χάλκη φαίνεται ότι είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την πολεμική δραστηριότητα των Οθωμανών, που έλαβε χώρα κατά την πολιορκία της Ρόδου, γεγονός που οδήγησε το μεγάλο Μάγιστρο Pierre d’Aubusson στην απόφαση να χορηγήσει σιτάρι από τις κρατικές αποθήκες στους κατοίκους της Ρόδου, της Τήλου, της Χάλκης, της Σύμης και της Νισύρου.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η σημασία της Χάλκης, ως παρατηρητηρίου, αποκαλύπτεται μέσα από το επεισόδιο που προκλήθηκε στα 1658, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο ριψοκίνδυνος ενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνι προσπάθησε να καταλάβει τη Pόδο. Τότε η φρουρά ειδοποιήθηκε έγκαιρα με σήματα από τη Xάλκη και έτσι η προσπάθειά του απέτυχε. Επιστρέφοντας στο νησί οργισμένος έβαλε φωτιά στο σπήλαιο Αμυγλάι στο βουνό Kλεισούρες, όπου είχαν καταφύγει οι Xαλκήτες, με αποτέλεσμα να πεθάνουν όλοι από ασφυξία. Από τότε το σπήλαιο ονομάζεται Καμένος Σπήλιος.

Σαφή αρχαιολογικά τεκμήρια ή ιστορικές μαρτυρίες που να υποδεικνύουν τη συντήρηση του κάστρου της Χάλκης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν υπάρχουν. Φαίνεται ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι δύσκολες συνθήκες ζωής στο νησί της Χάλκης, εξαιτίας του άγονου και άνυδρου τοπίου του, της αδυναμίας ανεφοδιασμού αλλά και της έλλειψης κατάλληλου εξοπλισμού αντιμετώπισης των πυροβόλων όπλων, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψή του.

 

 

[1] Βλ. την αρ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/74591/3345/18-10-2011 Υπουργική Απόφαση «Έγκριση αναοριοθέτησης κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου, χερσονήσου Τραχείας και Ποντάμου νήσου Χάλκης, Περιφερειακής Ενότητας Δωδεκανήσου, Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου» (ΦΕΚ Α.Π.Π./297/7-11-2011), καθώς και την αρ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ29/ΚΗΡ/54550/1792/4-12-2001 Υπουργική Απόφαση «Kήρυξη του οικισμού «Χωριό» της Χάλκης ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου» (ΦΕΚ 1675/Β΄/17-12-2001).

About Us

We must explain to you how all seds this mistakens idea off denouncing pleasures and praising pain was born and I will give you a completed accounts off the system and

Get Consultation

Contact Us

en

©2024 - All rights reserved.